ἐντεταμένως

ἐντεταμένως
ἐντείνω
stretch
perf part mp masc acc pl (doric)
ἐντεταμένως
vehemently
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εντείνω — (AM ἐντείνω) Ι. 1. τεντώνω, τανύω («εντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον») 2. επιτείνω, δυναμώνω («εντείνω τις προσπάθειές μου») 3. διεξάγω με μεγαλύτερη ένταση («εντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία») αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”